- ζαλωτός
- ζᾱλωτός1 envied
θῆκέ νιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς O. 7.6
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
θῆκέ νιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς O. 7.6
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ζαλωτός — ζαλωτός, όν (Α) (δωρ. τ.) βλ. ζηλωτός … Dictionary of Greek
ζαλωτός — ζᾱλωτός , ζηλωτός enviable masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλωτός — ή, ό (AM ζηλωτός, ή, όν, Α και ζηλωτός, όν, δωρ. τ. ζαλωτός, όν) [ζηλώ] αξιοζήλευτος, αξιοθαύμαστος αρχ. 1. αυτός που καλοτυχίζεται, που μακαρίζεται («ζηλωτὸς ὢν βίοτον εὐαίωνα Πέρσαις», Αισχύλ.) 2. ευδαίμων, μακάριος για κάτι … Dictionary of Greek